γοητευτικῶν

γοητευτικῶν
γοητευτικός
fem gen pl
γοητευτικός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπένιθ, Ισαάκ — (Isaac Albéniz, Καμπροντόν, Ισπανία 1860 – Καμπό, Γαλλία 1909). Ισπανός συνθέτης. Παιδί θαύμα, εγκατέλειψε το σπίτι του και πήγε στο Παρίσι, όπου έγινε μαθητής του Μαρμοντέλ. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως πιανίστας, κάνοντας πολλές περιοδείες… …   Dictionary of Greek

  • Γκλάσοου, Σέλντον Λι — (Sheldon Lee Glashow, Μανχάταν 1932 –). Αμερικανός φυσικός, ρωσοεβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Η διδακτορική διατριβή του είχε τον τίτλο Η τροχιά του μεσονίου στις… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • Λαρμπό, Βαλερί — (Valery Larbaud, Βισί 1881 – 1957). Γάλλος συγγραφέας. Η μεγαλοαστική καταγωγή του τον βοήθησε να ταξιδέψει σε πολλές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Ελβετία, Μεγάλη Βρετανία) και να αποκτήσει κοσμοπολίτικο πνεύμα και πλουσιότατη κουλτούρα. Ο Λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”